καινοζωικός

καινοζωικός
-ή, -ό
γεωλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τελευταίο γεωλογικό αιώνα
2. φρ. α) «καινοζωικός αιώνας» — ο τελευταίος από τους γεωλογικούς αιώνες
β) «καινοζωικό άθροισμα στρωμάτων» — το άθροισμα τών γεωλογικών στρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τον τελευταίο γεωλογικό αιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cenozoic < ceno- (πρβλ. καινός) + -zoic (πρβλ. ζωικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1867 στον Δανιήλ Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καινοζωικός, -ή — ό χαρακτηρισμός του τελευταίου γεωλογικού αιώνα της ιστορίας της Γης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καινοζωικός ή τριτογενής αιώνας — Ο τελευταίος γεωλογικός αιώνας, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες περιόδους: το τριτογενές και το τεταρτογενές. Η διάρκειά του υπολογίζεται περίπου σε 55 65 εκατομμύρια χρόνια. Σύμφωνα με άλλες σχολές, ο κ.α. ταυτίζεται με το τριτογενές, ενώ το… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • αιώνες, γεωλογικοί — Η ιστορία της Γης διαιρείται σε πέντε αιώνες: (α) αρχαϊκόςαρχαιοζωικός (που περιλαμβάνει και τον προτεροζωικό, ορισμός που δεν επικράτησε τελικά), (β) πρωτογενήςπαλαιοζωικός, (γ) δευτερογενήςμεσοζωικός, (δ) τριτογενήςκαινοζωικός, (ε) τεταρτογενής …   Dictionary of Greek

  • ασβεστόλιθος — Ένα από τα πιο διαδεδομένα ιζηματογενή πετρώματα. Αποτελείται κυρίως από ανθρακικό ασβέστιο (CaCO3) μέχρι 50%, συμμετέχουν όμως πάντοτε διάφορες άλλες ουσίες σε ποικίλες αναλογίες. Το χρώμα του επίσης ποικίλλει από υπόλευκο έως υποκίτρινο,… …   Dictionary of Greek

  • νεοφυτικός — ή, ό γεωλ. παλαιός όρος για το καινοζωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neophytic (< νε[ο] * + φυτικός)] …   Dictionary of Greek

  • μειόκαινο — Γεωλογική περίοδος που αποτελεί υποδιαίρεση του καινοζωικού αιώνα της ιστορίας της Γης. Ο καινοζωικός αιώνας συνεχίζεται μέχρι σήμερα και έχει διαρκέσει 70 εκατομμύρια χρόνια, τα 69 από τα οποία ανήκουν στην υποδιαίρεση που λέγεται τριτογενές και …   Dictionary of Greek

  • τριτογενές — Γεωλογική περίοδος του καινοζωικού αι., της οποίας τα κατώτερα όρια καθορίζονται από τον μεσοζωικό αι. (κρητιδικό), ενώ τα ανώτερα από το τεταρτογενές. Ορισμένες σχολές θεωρούν το τ. ως τον καινοζωικό αι., ενώ το τεταρτογενές ως τον νεοζωικό αι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”